Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

¨Ο πόνος¨

Γιώργο, άνοιξες το μαγαζί με τα ψιλικά όταν απολύθηκες από την εταιρεία και αναζήτησες τρόπους για να ταΐσεις τα μικρά τότε παιδιά σου. Ήξερες ότι ο δρόμος αυτός ήταν το λιμάνι σου. Πολλές οι ώρες δουλειάς . Ώρες που θα έπρεπε να είσαι εκεί για να έλθει ο πελάτης που ξέχασε να αγοράσει τις μπύρες του από το super market για να καταφέρεις να αυξήσεις την είσπραξη της ημέρας. Τώρα η πιθανότητα να κρατηθεί το μαγαζί ολοένα και ξεμακραίνει.

Μαρία , όταν χώρισες ο πρώην αγαπημένος σου ξεκαθάρισε, ότι δεν έχεις να λάβεις τίποτε για την ανατροφή του παιδιού σας.
Ο μισθός στην εταιρεία μειώθηκε και οι ανάγκες του παιδιού αυξήθηκαν. Κάνεις τα πάντα και το ξέρω. Κόβεις από δω, μειώνεις από κει και το παλεύεις να περάσει κι αυτός ο μήνας.

Θανάση, είδες τον αδελφό σου να πέφτει από τον τέταρτο για να τελειώνει έτσι τις υποχρεώσεις του προς το ΤΕΒΕ και τις ακάλυπτες επιταγές του. Άφησε τον Ορφέα στην αγκαλιά της Ζωής και την ίδια έγκυο στο δεύτερο παιδί τους. Τώρα έχεις να φροντίσεις και αυτούς τους τρεις.

Μάρθα, τελείωσες με άριστα τη σχολή σου και ενώ περίμενες την προκύρηξη του ΑΣΕΠ είδες τη συμφοιτήτριά σου να διορίζεται στο νοσοκομείο μέσω μιας διαδικασίας που όσο κι αν θέλησες να καταλάβεις ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις την άκρη της.

Στέλιο, μετά 35 χρόνια δουλειάς πήρες τη σύνταξη και περίμενες τη γυναίκα σου δύο χρόνια να τελειώσει και αυτή για να ξοφλήσετε με το εφάπαξ εκείνης το δυάρι που πληρώνατε τα τελευταία 25 χρόνια. Αντί για την εξόφληση ήρθε ο θάνατός της για να ξοφλήσει τους λογαριασμούς σου με τη ζωή.

Αννα , έχασες τη μονάκριβη κορούλα σου στα 16 της χρόνια αφού δεν έμεινε τίποτα άλλο να πουλήσεις, τρέχοντας και ξοδεύοντας από τη μια μεριά του πλανήτη στην άλλη αναζητώντας ελπίδες. Τώρα έκανες παιδιά σου τα παιδιά όλου του κόσμου αλλά η εικόνα της τελευταίας ανάσας της την νομίζεις δικιά σου σε κάθε στιγμή σου.

Αντρέα, έχασες στην πυρκαγιά τη σύζυγο και τα παιδιά σας και για μερόνυχτα ήταν αδύνατο να κλείσεις μάτι με δεκάδες χάπια να προσπαθούν να σου παρέχουν λίγες στιγμές ύπνου. Όταν κοντά στην αυγή ξυπνήσεις από την ψύχρα με ψυχραμένη την ψυχή σου , μάζεψε τα κουράγια σου και άναψε καινούργια φωτιά για να ζεστάνεις την ύπαρξή σου.

Μάνο, προσπάθησες να χαρίσεις στιγμές χαράς στους γέροντες γονείς σου προσφέροντας την αίσθηση ότι δεν ξευτελίστηκε η αξιοπρέπεια των ανθρώπων και το ατύχημά σου σε σακάτεψε. Κατάλαβες ότι η φθορά του χρόνου υπάρχει πάνω μας αλλά την βλέπουν μόνο οι άλλοι. Είναι νόμος αμείλικτος να αυξάνει η εντροπία του συστήματος.

Ποιος έχει το κατάλληλο πονόμετρο για να μετρήσει το πόνο των ανθρώπων που σας περιγράφω; Και ενώ οι φαρμακευτικές ψάχνουν για την ανακάλυψή του το πλήθος θα συνεχίζει να γαβγίζει τη φωνή του, πότε με πανό και πότε με σφηνάκια στα ορθάδικα της παραλιακής, πολιτικοί, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι δεν ακούνε πια εκείνο το μικρό αηδονάκι που το λένε ήθος. Γιατί το αηδόνι πέθανε. Έτσι πια γίναμε όλοι μας, πρόδρομοι, αφομοιωτές και τελεστές ηθικής δυσανεξίας. Οπότε σήμερα, αντί για δέηση στους τόσους και τόσους ζωντανούς νεκρούς , ας στρέψουμε την προσοχή μας στις αθώες νέες γενιές που έρχονται για να πάψει το κακό και το έγκλημα σε βάρος τους γιατί το πονόμετρο όταν ανακαλυφθεί θα πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι για να το δοκιμάσουν.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

¨Εσύ φεύγεις¨

Είδες το φως του ήλιου πολλά χρόνια πριν.
 Γεννήθηκες από τα χέρια της μαμής και το κλάμα σου έγινε ένα με τους ήχους των πουλιών, του κήπου σου .
 Τα μωρουδιακά σου δεν υπήρξαν ποτέ, φτηνά υλικά μιας χρήσης.
Το παιδικό σου κρεβατάκι ήταν τις περισσότερες φορές αυτοσχέδιο.
 Τα πρώτα παιγνίδια σου φτιάχτηκαν με τα κουρέλια, των ρούχων της οικογένειας.
 Το γάλα της γαϊδούρας ή στην καλύτερη περίπτωση της κατσίκας, ήταν το συμπλήρωμα εκείνου της μάνα σου.
 Μπουσούλισες και άγγιξες την πέτρα στο τοίχο του σπιτιού σου.
 Αποκοιμήθηκες δίπλα στο χωριάτικο τζάκι, αφού σε νανούρισε ο ήχος της φωτιάς του.
 Η πείνα του πολέμου έγινε ο εφιάλτης σου.
Έπαιξες το ρόλο της μάνας από τα δέκα σου, όταν έπρεπε να φροντίσεις τα μικρότερα αδέλφια σου, αφού η μάνα συνήθως έφευγε για τα χωράφια.
Κατάφερες ή τις περισσότερες φορές όχι, να πας με τα πόδια στο διπλανό κεφαλοχώρι για να μάθεις πέντε κολλυβογράμματα.
Κουβάλησες με τη στάμνα το νερό που θα πίνατε, από τη γειτονική πηγή.
Μάζεψες από το χώμα το ψωμί που σου έπεσε από το μεσημεριανό τραπέζι ,το φίλησες, το σταύρωσες, το έφαγες.
Είδες τους συχωριανούς σου να μαζεύονται για να φτιάξουν όλοι μαζί το καινούργιο δωμάτιο του νέου ζευγαριού.
Ο αποταμιευτικός σου λογαριασμός ήταν το γεμάτο πιθάρι λάδι, το βαρέλι με το κρασί και τα δυο τσουβάλια αλεύρι στην αποθήκη της ύπαρξής σου.

Ήπιες νερό από την πηγή του χωριού σου και είδες τα φυτοφάρμακα του γιου σου να την μετατρέπουν σε δηλητήριο για να πίνει το εγγόνι σου.
Παρακολούθησες τα παιδιά σου να παίρνουν το πρωινό ρόφημα, γάλα σε σκόνη, στα συσσίτια της δεκαετίας του 60, και το εγγόνι να κάνει κόλπα για να αποφύγει το φρέσκο.
Με το αλέτρι σου καλλιέργησες τα χωράφια για να ταΐσεις ζεστό ψωμί τα παιδιά σου και είδες τον απόγονό σου να παίζει τουρτοπόλεμο με την πρωτοχρονιάτικη πίτα που του έφερε ο σύλλογος γονέων στο σχολειό του.
Πάλεψες για να γίνει γλυκό το ψωμί του ιδρώτα σου και είδες τον γιο σου να θέλει να γίνει πλούσιος παίζοντας χρηματιστήριο από τη παραλία.
Έσπασες τη γκαζόζα στα δυο για να δροσίζεις τα παιδιά σου και είδες τον εγγονό να ξημεροβραδιάζεται στη καφετέρια του χωριού σου .
Είδες τον κορακοζώητο πολιτικό ατσαλάκωτο και τις ρυτίδες στο πρόσωπό σου να κάνουν παρέλαση.
 Παρέδωσες το βουνό δίπλα από το χωριό σου γεμάτο πεύκα στα παιδιά σου και το παραδίνουν στα εγγόνια σου γεμάτο μπετό και ψεύτικες κατασκευές.
 Είδες το γιο σου να μεγαλώνει σε αλάνες και τον εγγονό σου να χτυπιέται στα 90 τετραγωνικά μπετό που φύτεψε ο κανακάρης σου.
Σε παρακολουθώ να φεύγεις αφήνοντας πίσω σου ένα κόσμο σίγουρα διαφορετικό από αυτόν που ονειρεύτηκε η παιδική αφέλεια που τώρα γίνεται άνοια της ηλικίας σου.
 Σε παρακολουθώ να φεύγεις και να αφήνεις πίσω σου τη γενιά που κατέστρεψε τα πάντα.
 Τη γενιά που γκρέμισε το πέτρινο σπίτι σου, το χωριάτικο τζάκι σου, που κατέστρεψε τις ανθρώπινες σχέσεις, που φύτεψε μπαράκια αντί για καρποφόρα δέντρα στο χωριό σου ,τη γενιά που δεν είπε το ψωμί ψωμάκι ενώ πάτησε τη φέτα που του έπεσε στο πλακάκι με το πόδι ή στην καλύτερη περίπτωση την πέταξε στο σκύλο του αν δεν αγόρασε την ειδική σκυλοτροφή .
Μαζί με όλα τα άλλα κατάστρεψε και την ελπίδα των εγγονιών σου για ζωή.

Φεύγεις και αφήνεις πίσω τον τόπο σου , στη χλιδή της εσωτερικής του φτώχειας

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

¨Το κάταγμα¨

Ναι το ατύχημα ήταν πολύ σοβαρότερο απ ότι φάνηκε αρχικά.
      Ατύχημα ικανό να με κάνει να ζήσω από κοντά το Εθνικό Σύστημα Υγείας , αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που θα μου έδειχνε τις φοβερές εικόνες του .
     Ένα κάταγμα στην σπονδυλική στήλη. Αν το σπάσιμο του σπονδύλου επηρεάσει το νωτιαίο μυελό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αναπηρίες.
      Όταν έχεις σπάσει λοιπόν την σπονδυλική στήλη και όλοι οι ειδικοί σου λένε ότι είσαι πολύ τυχερός αφού δεν έχεις άλλες βλάβες ψάχνεις και συ να βρεις την τύχη σου.
         Η τύχη μου λοιπόν βρίσκεται σ αυτά που μου άφησε και όχι σ αυτά που μου πήρε.
     
     Μου άφησε τα χέρια, μου άφησε τα πόδια, αλλά κυρίως μου άφησε το νου, για να μπορώ τώρα να σας καταθέτω αυτές τις σκέψεις μου από το κρεβάτι στο οποίο θα μείνω για ένα μήνα τουλάχιστον.
       Μόνο όσοι έχουν περάσει στιγμές ανημπόριας μπορούν να κατανοήσουν τις ταπεινώσεις αυτών των ημερών. Τώρα ζω εντονότερα την φοβερή αίσθηση του συνυπάρχω με ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ.
    
        Δεν έχει πολύ σημασία να καταθέσω μπροστά σας εικόνες φρίκης και εγκατάλειψης του άρρωστου στα νοσοκομεία μας, όμως αυτήν θέλω να την μοιραστώ μαζί σας.
Στο κρεβάτι του Νοσοκομείου λοιπόν την τρίτη μέρα νοσηλείας μου ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει ένας τύπος που αράζει στη καρέκλα που βρήκε μπροστά του. Χωρίς ιατρική μπλούζα , χωρίς καλημέρα, και όπως συνηθίζεται με τον νέο ειδικευόμενο πίσω του.
     Το μόνο που κατάφερα να απαντήσω στην ερώτησή του.
-Ο τρίτος που πονά;
-Πουθενά.
   
       Δεν είχα άλλο τρόπο να προσβάλλω τον αλμπάνη διευθυντή που είχα απέναντί μου αφού είχε ήδη προσβάλλει τους άλλους ¨συγκρατούμενους¨ του κελιού μου.
Το βράδυ της ίδιας μέρας τρελές εικόνες από τα κανάλια για τα εκατομμύρια ευρώ του Ελληνικού λαού στους κουβάδες των χειρουργείων.

Την επόμενη μέρα αναχώρησα προφανώς όπως μπήκα, δηλαδή με φορείο.

      Άτιμη φάρα σκέφτομαι . Τώρα όμως το πράγμα έχει παραγίνει. Ακούς απίστευτα πράγματα, απίστευτης βαναυσότητας ιστορίες. Αμύθητα πλούτη μαζεμένα από τους πιο αετονύχηδες. Όλα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν τα αγαθά του κόσμου, στο διάολο να πάνε , αλλά αγωνίες, άγχη θανατερά, ασταμάτητους διαλογισμούς συνανθρώπων μας.
       Το μυαλό μου ταξίδευε στην Αμαλία Καλυβίνου. ΄Ο άνθρωπος που έζησε 30 χρόνια (1977-2007) και τα 17 από αυτά να σέρνεται στα νοσοκομεία, στις κλινικές, στα διαγνωστικά κέντρα, στις κλινικές πόνου κ.λ.π.www.fakellaki.blogspot.com.

      Οι γιατροί είναι ανεύθυνοι, ανίκανοι και άρπαγες στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Η μόνη τους έννοια είναι η "κονόμα". Οι φαρμακευτικές κάνουν κουμάντο, η δικαιοσύνη τους αφήνει ατιμώρητους και ανθρώπινες ευτυχίες εξακολουθούν να χάνονται άδικα.

      Το τελευταίο βράδυ μου στο περιφερειακό νοσοκομείο κοιμήθηκα λίγο αρκετό όμως για να δω έναν άνθρωπο με ένα πόδι και με την πατερίτσα σηκωμένη να κοπανά στο κεφάλι αυτόν που δεν είχα την δύναμη να κοπανήσω εγώ.

      Αυτός ο άνθρωπος ήταν η Αμαλία Καλυβίνου.

    Αμαλία, τρία χρόνια μετά την έξοδό σου φωνάζω από αυτή τη γωνιά του πλανήτη : Οι αλμπάνηδες εξακολουθούν να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, και εσύ από εκεί πάνω κοπάνα τους έστω και στον ύπνο μου.
Η φωτογραφία από τη μία και μοναδική του blog της Αμαλίας.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

¨Έλα φεγγάρι¨

Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε ξαφνικά και εντελώς απρόοπτα. Δεν είχα ιδέα για το τι με περίμενε. Η πύλη ανοίγει. Εικόνα.  Τα πάντα τακτοποιημένα με μια ευπρέπεια που ταιριάζει σε πολιτισμένους τόπους. Εδώ μέσα συναντάς ένα άλλο λαό με δική του πατρίδα. Δεν έχει λαμόγια, δεν έχει νταβατζήδες, δεν έχει λιγδιάρηδες. Έχει απ τους άλλους.
Θα μείνω σε έναν.

Περπατά με τα άρβυλα ,στολή παραλλαγής , και κείνο το χακί καπέλο ,ευτυχώς χωρίς εθνόσημο να μη προσβάλλει το έθνος.

Τι έκανε;
Να πήρε τη καραμπίνα του πατέρα του και πυροβολούσε τα βενζινάδικα που είχαν ακριβή βενζίνη. Όχι όχι ανθρώπους. Την πινακίδα με τις τιμές , αυτή που βλέπουν οι πολίτες και ανοιγοκλείνουν τα μάτια.

Αυτό μόνο έκανε; 
Γιατί αν είναι έτσι και εγώ λίγο θέλω ακόμη.
Όχι έκανε και κάτι άλλο . Τηλεφωνούσε κάθε μέρα στο πεντάγωνο και έβριζε τους πάντες ως ανίκανους που δεν μπορούν να προστατεύσουν όχι το αιγαίο αλλά ούτε την Εύβοια.

Είναι λόγοι αυτοί να είναι εδώ μέσα;
Να έκανε και κάτι άλλο. Πήγαινε κάθε απόγευμα έξω από το σπίτι του Άκη και το πετροβολούσε, μόνος του μες στον ήλιο. Κάθε απόγευμα τις τελευταίες δέκα μέρες. Όλο το πρωί μάζευε πέτρες και το απόγευμα εκεί σταθερός. Παράλληλα φώναζε κλέφτη, λαμόγιο κλπ. Έ δεν ήταν και η καλύτερη εικόνα για τους τουρίστες της Διον. Αρεοπαγίτου. Είναι ο τελευταίος που μπήκε αλλά όπως βλέπεις η πόρτα ανοικτή είναι ακόμη.


Σε γνώρισα αδελφέ σε συνθήκες εγκλεισμού. Εγκλεισμού του μυαλού και της ψυχής σου. Το ξέρω με ένα ποτήρι θα συνωστίζεσαι γύρω από ένα τραπέζι τρείς φορές για να πάρεις τα χάπια.

Τα βράδια πού και πού το φεγγάρι θα μπαινοβγαίνει στο θάλαμό σου να σε παρηγορεί με τη σιωπή του ενώ εσύ δεμένος από το πόδι στο κρεβάτι θα ξέρεις πως η ελευθερία δεν στριμώχνεται στα κάγκελα.

Απ έξω η χώρα έρημος και το κάθε λαμόγιο θα συνεχίζει να μπουρδελεύει σαν ναυτικός πάνω μου σα να θέλει να αγιάσει της πόρνης τα σκέλια .  Και το βραδάκι να περιπλανιέται στα κανάλια για να συγχωρέσει και να συγχωρεθεί ,κοινωνώντας το αίμα μου.

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

¨ Είμαι Παλαιστίνιος¨

Σηκώνεται η κάνη ανάμεσα στα κλαδιά του κόσμου
και σημαδεύει τις καρδιές μας, που περιμένουν
βήμα-βήμα στα βουνά του Λιβάνου
στάλα-στάλα το αίμα κόκκινο
στη βουτυρωμένη μας συνείδηση.

Αδελφέ μου,
τόση πετρώδη φύση
και τόσο πέτρινη ανταπόκριση
αρκετή για να σφίξεις πιο δυνατά τη σκανδάλη.

Θυμάμαι ,αδελφέ μου κείνο το τραγούδι
που τραγούδησες άρρυθμα
στη μέση της ελιάς
με πυρωμένα μάτια.

Τώρα να που σκοτώνεσαι
ανάμεσα σε τσουβάλια και παγούρια
ανάμεσα σε κομμάτια καπνού
λίγο έξω από τα χωριά σου.

Κατεβάζω τα μάτια
με διακριτικότητα
και φωνάζω
με ηλεχτρικό αντίλαλο.
Είμαι Παλαιστίνιος
αγανάχτηση και εκδίκηση
ελπίδα λευτεριά και δίκιο.
Είμαι Παλαιστίνιος
ίχνη βημάτων στα βουνά του Λιβάνου
καρτερία και σκίρτημα στις μάνες των στρατοπέδων
Είμαι Παλαιστίνιος
λουλούδι φωτιάς στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου
σφαίρα λύτρωσης στην κομματιασμένη μου ύπαρξη.
Είμαι Παλαιστίνιος
μια πόρτα συνείδησης, μια σπίθα στην κοιλάδα
ζω στο χώμα και την πέτρα
για να χαράξω βαθιές χαρακιές πορείας
στις κουρασμένες ψυχές.
Είμαι Παλαιστίνιος
Που σέρνεται με το αυτόματο
μέχρι το σημείο θανάτου
για να σου θυμίζω δυό τρείς γραμμές στη ζωή σου
μέσα στις μητροπόλεις σου
Είμαι Παλαιστίνιος
μου πήραν τα χωράφια, μου σκότωσαν τα αδέλφια
μου μάτωσαν τη μάνα, μου έκλεισαν τους δρόμους
Είμαι Παλαιστίνιος
είμαι μια κοφτερή πράξη
στο πέλαγος της θεωρητικής σου ασάφειας
είμαι μια διευκρίνιση
στις σελίδες του μαρξισμού σου
Είμαι Παλαιστίνιος
μια θάλασσα που γλύφει τα βράχια σου
στα καλοφτιαγμένα σου δειλινά,
μια θάλασσα που χτυπά αλύπητα τα βράχια σου στις θολές σου μέρες
και στις αναποφάσιστες στιγμές σου.
Είμαι Παλαιστίνιος
Ετοιμάζομαι για μια καινούργια επιχείρηση αυτοκτονίας
Φόρεσα τη γνωστή ζώνη, φόρεσα τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες
και του πατέρα μου την όψη κείνη τη νύχτα που προχωρούσε.

Μάλιστα , δε θα πεθάνουμε
Αλλά θα ξεριζώσουμε το θάνατο από τη γη μας.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

¨Μοιρολογώντας τους ζωντανούς,¨

    Ψάχνω μέρες τώρα να βρω ένα παράπονο που κατοικεί εντός μου.Τα φαντάσματα της μνήμης με ξυπνούν.
    Λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, νέοι άνθρωποι με στοιβαγμένα τα υπάρχοντα σε πέντε χαρτοκούτια ξεκινούσαν από την επαρχία το μεγάλο ταξίδι για το Πειραιά και στη συνέχεια το μεγάλο ξεριζωμό για την άλλη Ήπειρο.
   Πίσω έμεναν οι γριές γυναίκες να μοιρολογούν. Μοιρολόι αβάσταχτο.
   Έθαβαν τους ανθρώπους τους ζωντανούς . Ήξεραν πως δεν υπήρχε ελπίδα να ξαναδούν παιδιά και εγγόνια και επομένως γι αυτούς αυτό, ήταν θάνατος.
  Σήμερα ο Έλληνας , δεν ονειρεύεται, σήμερα ο Έλληνας μόνο θυμάται.
   Όταν οι αναμνήσεις του παρελθόντος είναι οι μόνοι κάτοικοι του νου σου , έχεις ήδη πεθάνει άσχετα αν νομίζεις πώς ζεις.
   Ο νέος άνθρωπος σήμερα ονειρεύεται πώς θα φύγει από το τόπο του.Θα μείνει μια πατρίδα γερόντων, χωρίς ίχνος ελπίδας.
   Η κατοχή και ο εμφύλιος έστειλαν στο τάφο ένα εκατομμύριο ψυχές.Ένα εκατομμύριο από τα οκτώ ξεκληρίστηκε ,το 12,5% του πληθυσμού.
   Ο πόλεμος του σήμερα θα ξεκληρίσει μεγαλύτερο ποσοστό . Δεν είναι ο βιολογικός θάνατος που με τρομάζει, είναι ο καθημερινός θάνατος της ελπίδας , είναι οι εικόνες από τις γυναίκες και τους άνδρες του τέλους της λαϊκής που με βασανίζουν.
   Εκείνοι που αυξάνονται, όταν ο μανάβης μαζεύει τα τελευταία απούλητα τρόφιμα και που πετά ολοένα και λιγότερα ενώ οι αναζητητές τροφής γίνονται ολοένα και περισσότεροι.
    Τούτος ο πόλεμος δεν έχει οβίδες ούτε όλμους ,τούτος ο πόλεμος έχει πίκρα, αβάσταχτη ψυχική φθορά, ατέλειωτο πόνο. Κοιτάς να εστιάσεις στον εχθρό, και τον χάνεις την επόμενη στιγμή ομπρός στα μάτια σου.
   Μαζεύω , συγκεντρώνω , τοποθετώ τα πιο παράξενα κομμάτια του χθες και ενώ φαίνονται τακτοποιημένα μέσα μου σκορπίζουν, χάνονται , φεύγουν ,σαν τους ανθρώπους που αυτοκτόνησαν σήμερα από την αβάσταχτη απελπισία τους και εγώ μόνος να νοιώθω ένα αύριο τόσο φρικτό και τόσο φτωχό.
   Βλέπω ανθρώπους με σπασμένες φτερούγες , μονάχοι σα λογισμοί ,σαν παρατημένες βάρκες σε παλιά λιμάνια , βιασμένα όνειρα , χωρίς ίχνος εσωτερικού χαμόγελου.
   Αυτός ο πόλεμος είναι σκληρός , γιατί ζεις καθημερινά το καθεστώς της βίας για την επιβίωση . Στη φυλακή μπήκαν άνθρωποι για τις ιδέες τους, σήμερα μπαίνουν για τις απλήρωτες πιστωτικές τους.
    Ο πόλεμος στο καζάνι τούτο πατριώτη δεν έχει καμιά σχέση με το πόλεμο του παππού σου .Τα ψυχιατρεία θα ξαναγεμίσουν, αν άδειασαν ποτέ, θα γίνουν στρατόπεδα για να φιλοξενήσουν τους αιχμαλώτους των ακήρυχτων πολέμων μας. Οι υπόλοιποι θα μοιρολογούν ζωντανούς.



Τρίτη 27 Απριλίου 2010

¨Ζητώ ταπεινά συγνώμη…¨

Ο κύκλος της ένδοξης μεταπολίτευσης έκλεισε. Σήμερα καταλάβαμε ότι κανένας πολιτικός , επιχειρηματίας, δημοσιογράφος ή συνδικαλιστής δε θα πληρώσει τίποτα, εμείς, αλλά κυρίως τα παιδιά μας θα πληρώσουν το λογαριασμό. 

Αφού κανένας τους δεν θα ζητήσει συγνώμη έχω την ανάγκη να το κάνω εγώ.  

Ζητώ σαν πολίτης αυτού του τόπου εγώ συγνώμη για τα σφάλματά μου. Το μεγαλύτερο όλων:  Η επιμονή μου να θέλω να ζω ακόμη . Ντρέπομαι που ξεγέλασα εκείνη τη σφαίρα που στις 17 Νοέμβρη του 73 την απέφυγα, για να ¨καμαρώνω¨ μετά ότι αγωνίστηκα και γω για την πτώση της δικτατορίας ,την ίδια εποχή που η σημερινή τσογλανοπαρέα  σπούδαζε στα κολλέγια μιας άλλης Ηπείρου για να καθορίζει σήμερα τις τύχες του λαού μου.  

Ζητώ συγνώμη από το γιό σου-το γιό μου που θα αναγκαστούν να ντρέπονται για τη γενιά του πατέρα τους που ξεπούλησαν  το τόπο τους ανεχόμενοι όλους αυτούς τους ανίκανους.  

Ζητώ συγνώμη από τον πιτσιρικά που θα αναγκαστεί να μείνει άνεργος ή στην καλύτερη περίπτωση εργαζόμενος για ψίχουλα.  

Ζητώ συγνώμη από το νέο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ή θα εγκαταλείψει τη χώρα του και τον εργασιακό της μεσαίωνα ζητώντας ελπίδα σε άλλους τόπους. 

Ζητώ συγνώμη από το μαθητή της Σίφνου που όλο το καλοκαίρι εργαζόταν για να μαζέψει 400Ευρώ, που θα έκανε ο καινούργιος υπολογιστής του, ενώ σήμερα 5150Ευρώ θα πάρει ο καθένας τους για αγορά  καινούργιου.   

Ζητώ συγνώμη από την κόρη μου που θα αναγκαστεί να φύγει μακριά όταν τελειώσει αυτό το μπουρδοπανεπιστήμιο , μήπως βρει καλύτερη μοίρα. 

Ζητώ συγνώμη από το ληστή που για να βοηθήσει την άρρωστη μάνα του , λήστεψε το ψιλικατζίδικο και μόλις πήρε το 50ντάρικο , έφυγε δακρυσμένος. 

Τέλος ζητώ συγνώμη, που μεγάλωσα πια και δεν έχω τη δύναμη να ζωστώ 300 κιλά δυναμίτιδας για να ανατινάξω το μαγαζί που έγινε ο ληστής των ονείρων του λαού μου.

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

¨Τίμημα αξιοπρέπειας¨

    Ο ακριβός μου φίλος , ο δημόσιος υπάλληλος , που διορίστηκε στην υπηρεσία του με την επετηρίδα , χωρίς να φορτωθεί σε κανένα εξάρτημα εξουσίας και χωρίς να παρακαλέσει κανένα πούστη ήταν υπόδειγμα προσφοράς , απόφοιτος ΑΕΙ με δύο παιδιά.
Έπαιρνε δουλειά στο σπίτι , γιατί έτσι έπρεπε , έκανε επιπλέον ώρες δουλειάς που δεν τις έγραφε για να μη φορτώσει με έξοδα την πατρίδα του.
   
Την περασμένη βδομάδα είδε στις καταστάσεις το δώρο που θα έπαιρνε
από την υπηρεσία του για το Πάσχα , το ποσό ήταν 370Ευρώ με 26 χρόνια υπηρεσίας .
Δεν είπε κουβέντα .
Η πατρίδα έχει ανάγκες σκέφτηκε , και συνέχισε τη δουλειά του, θάβοντας την πίκρα του.
   
Την κατάσταση του δώρου είδε και ο επιστάτης της υπηρεσίας του , απόφοιτος στοιχειώδους εκπαίδευσης, δημοτικός υπάλληλος με αρμοδιότητες να βγάζει φωτοτυπίες και να ανοιγοκλείνει το καλοριφέρ, άγαμος νέος με 5 χρόνια υπηρεσίας .
Το δώρο του Πάσχα γι΄αυτόν ήταν 440 Ευρώ.
Συλλυπητήρια του είπε ειρωνικά. Ο φίλος γέλασε,δεν είπε κουβέντα , το έθαψε.
    
Με τη γυναίκα του είχαν αποφασίσει. Φέτος δεν έχει Πάσχα στο νησί, πρόσφατα εξ άλλου, είχε απολυθεί από τη δουλειά της . Αποζημίωση δεν είχε πάρει ακόμα. Το μεγάλο παιδί τους σπούδαζε στην Πάτρα είχε και αυτό της ανάγκες του. Το μικρότερο στην τελευταία τάξη του Λυκείου.
Ξέρεις μου λέει , λέμε να κάνουμε Πάσχα στην Αθήνα. Για να πάμε στο νησί θέλουμε τουλάχιστον 600 Ευρώ, μόνο για εισιτήρια.
Άστο θα περάσουμε και εδώ καλά . Να όμως ξέρεις , ήθελα να δώ τη Μάνα μου πριν μας αφήσει χρόνους. Με τάραξε η κουβέντα του.
Ξέρω ήθελε να πάει.

Με τρόπο όμορφο χωρίς να τον προσβάλουμε τρεις φίλοι:
   ¨Ρε φίλε πάρε ένα χιλιάρικο από μας και μας τα δίνεις αργότερα λίγα-λίγα¨
¨Αν και η πρότασή σας είναι δελεαστική αφού το δάνειο δεν έχει επιτόκιο ούτε spreads, το πρόβλημά μου είναι ότι θα πρέπει να σας το επιστρέψω, και αυτό είναι το μεγάλο αγκάθι¨.
Κουβέντα παραπάνω. Το έθαψε και αυτό.
     
Τον δούλευαν κάτι γνωστοί που μπήκαν σε Οργανισμούς με τριπλάσιο μισθό και ίδια προσόντα. Δε βαριέσαι είπε την υγειά μας νάχουμε και τα έθαβε όλα μέσα του.
Βλέπεις από τα 1500Ευρώ πρέπει να στέλνει τα 800 στο παιδί του στη Πάτρα μια και είχε την ατυχία να μην είναι τρίτεκνος , ενώ ο γιος του κατασκευαστή με 200000Ευρώ εισόδημα ήλθε από τη Πάτρα στην Αθήνα αφού έτσι αποφάσισε η συμπαθής , αν και αλκοολική, τότε δίποδη, υπουργός, αυτής της υπέροχης πολιτείας. Θα το παλέψουμε είπε μόνο. Τότε δούλευε και η γυναίκα του.
    
Το βράδυ του Σαββάτου καθισμένος στο καναπεδάκι του ¨θαύμαζε¨ την ¨τεράστια¨ επιτυχία της Ελληνικής Κυβέρνησης στις Βρυξέλλες , ότι τώρα έχουμε ¨μηχανισμό¨ και θα δανειζόμαστε με μικρό spread .
Δεν είπε κουβέντα γιατί κατάλαβε . ¨Πάμε καλά¨ , και το έθαψε μέσα του.
Το πρωί της Κυριακής η γυναίκα του τον βρήκε νεκρό. Ανακοπή το είπαν.
       
Μαζέψαμε τους εαυτούς μας , μαζέψαμε και το χιλιάρικο και ταξιδέψαμε για το νησί .Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε την ίδια ώρα της ίδιας μέρας που θάθελε να ταξιδεύει .
Μετά την κηδεία η αδελφή του: ¨ Μάνα μη ξαναπάς στο λιμάνι να μαλώνεις τα καράβια που πήραν το παιδί σου μακριά. Σου το έφεραν . Δε θα ξαναφύγει.
¨  Κατά την επιστροφή μας, σήμερα,Μεγ.Πέμπτη, ενώ φορτωμένα καράβια ταξιδεύουν για τα νησιά. 
¨Παιδιά, μια ζαριά είναι η ζωή μας¨ Ήταν ο πρώτος από τη παρέα που θάψαμε.
Χτυπά το τηλέφωνο ενός από τους τρεις.
¨Ρε Γιώργο , ήθελα να πω συλλυπητήρια για το φίλο σας το Θανάση.¨   Ήταν ο επιστάτης.
Δεν είπαμε κουβέντα ……το θάψαμε.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

‘Μιλώ στους νέους’

Ο ‘μούλος’ γιός της καλογριάς ο Αρβανίτης Γιώργης Καραϊσκάκης ήταν αθυρόστομος χειρότερος και από εμένα. Αγωνίστηκε για μια ιδανική μάνα-πατρίδα που δεν θάταν σαν την μάνα-πόρνη μοίρα του. Απορρίπτοντας τη φυσική μάνα, γέννησε στο κενό της ψυχής του την ανάγκη της δημιουργίας , της ιδανικής μάνας-πατρίδας , εκείνης που θα ήταν στοργική και προστατευτική για όλα τα παιδιά της . Αυτό τον έκανε να έχει ΄μπέσα’ ,υπευθυνότητα , τσίπα . Αναλάμβανε τις ευθύνες του, απεχθανόταν την ευθυνοφοβία.

Μιλώ στους νέους για τον Καραϊσκάκη και ο νους τους ταξιδεύει στον Ολυμπιακό . Τους προτείνω μια διαδρομή δύσκολη αλλά μου λεν ότι δίπλα τους κυριαρχεί ο εύκολος δρόμος των λαμογιών του σήμερα.

Μιλώ για πατριωτισμό , για ήρωες και μου μιλούν για νταβατζήδες και υπεράκτιες αφορολόγητες εταιρείες των απογόνων τους.

Μιλώ για ανθρώπους που έδωσαν την περιουσία τους για τον αγώνα του 1821 και μου μιλούν για αναξιοκρατία και αναξιοπαθούσα πολιτική σκηνή.

Μιλώ για τον Νικηταρά που τυφλωμένος , πάμπτωχος και εγκαταλειμμένος μετά την απελευθέρωση της πατρίδας , τριγυρνούσε στα στενά σοκάκια του Πειραιά και όταν οι γύρω του τον παρακινούσαν να απαιτήσει από την κυβέρνηση μια πλούσια σύνταξη, απαντούσε: ‘ Η πατρίδα με αμείβει πολύ καλά.’ λέγοντας ψέματα , για να μην προσβάλει την πατρίδα του , και εκείνοι με περιγελούν μιλώντας για αμύθητο πλουτισμό των ολίγων.

Μιλώ για τον Σπετσιώτη Ματρόζο που σκυφτός και μόνος περνούσε στο νησί τα μαύρα γηρατειά αφού ξόδεψε ολάκερη την περιουσία του για την σωτηρία της ψυχής του και μου μιλούν για αναξιοκρατία αφού τοποθετούν τον γνωστό στη θέση για να πάρουν το ψηφαλάκι αύριο στις εκλογές .

Μιλώ στους νέους για τις φωτεινές σελίδες , για καλύτερες μέρες στο τόπο μας και μου απαντούν πως τα φωτεινά μυαλά εγκαταλείπουν τα πάτρια εδάφη για να αποφύγουν τον εργασιακό μεσαίωνα που υφίστανται στην Ελλάδα.

Μιλώ στους νέους για τα τηλεοπτικά σκουπίδια και μου απαντούν , μουχλιάζετε στο παιγνίδι της ευκολίας και της προσωπικής επιτυχίας.

Μιλώ για τον Μακρυγιάννη , για την μόρφωσή του στα πενήντα , για το δρόμο της παιδείας και μου απάντησαν:
΄Νοιώθουμε ξένοι στο τόπο μας , το γενετικό υλικό μας δεν μπήκε σε τράπεζα σπέρματος αλλά τροποποιήθηκε στα κολέγια μιας άλλης Ηπείρου , μη μιλάς λοιπόν άλλο . Πάψαμε να γελάμε , σταματήσαμε να ντρεπόμαστε …θέλουμε να ζήσουμε. Γιατί αυτοί που ξέρουν δεν μιλούν κι’ όσοι μιλούν δεν ξέρουν τίποτε για μας.

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

'Στο Μανόλη'

Μαζεύω λέξεις, σκέψεις , ήχους, εικόνες, και γράφω για σένα Μανόλη.

Το να μιλήσει κάποιος για σένα , είναι μια προσπάθεια σύνθετη , απαιτεί φοβερές προϋποθέσεις. Πρέπει να ενσκήψει στη νεότερη ιστορία του τόπου , να βρει τις αιτίες των γεγονότων , να ξύσει τις σχηματοποιήσεις των περιόδων, να αναιρέσει τη λογική της παράθεσης στοιχείων, να αναλύσει χαρακτήρες του ήρωα, του μαχητή του φωτός του Αιγαίου.
Ακούω λέξεις-νοιώθω ήχους και σε ταυτίζω: Πολιτική ,πόλη, κοινότητα, αυτοδιοίκηση, Ελλάδα, πέτρα, Νάξος, φως, νερό, διαύγεια, άνθρωπος, όραμα, αλήθεια, κατάθεση, καταφυγή, χρόνος, νεότητα, μνήμη, συνείδηση.

Καθισμένος στα σκαλιά του Ζαππείου μαζί με το Λάκη σηκώνεις το κεφάλι και βλέπεις τον αγγυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη , τη σβάστικα .
Εντάξει σου λέει και έτσι αποφασίσατε τη νύχτα 30 προς 31 Μαΐου 1941.

Σε ακούω κάπου να λες: ‘Ιθάκη μου είναι η έγνοια για τον άλλο .Να σου το πω αλλιώς . Σε όλη μου τη ζωή αγωνίζομαι να έρθει εκείνη η μέρα που όλοι μαζί θα συναποφασίζουμε για τις τύχες μας.Πώς θα γίνει ; Αυτό είναι το στοίχημα. Αυτός είναι ο στόχος.

Ξέρω δεν είσαι έμπορος της πολιτικής. Ναι ο κάθε πολίτης πρέπει να είναι πολιτικός . Να αγωνίζεται γιατί έχει έγνοια για τον άλλο . Δεν μπορείς να εμπορεύεσαι τη δυνατότητα που σου δίνει ο άλλος να τον εκπροσωπείς.

Πολιτική είναι ο τρόπος που ζούμε , η δύναμη της αντίστασής μας η ευθύνη της δημόσιας δράσης μας σε αυτοοργανωμένες ομάδες και κινήματα.

Σε βλέπω στη Νάξο , να οργανώνεις την κοινωνία . Η ζωή των ανθρώπων να είναι το αποτέλεσμα της βούλησης όλων και όχι της βούλησης των συμφερόντων .

Φιγούρα λιτή , από φυσικού της ταπεινή και ταυτόχρονα ακτινοβόλα , σου δίνει την αίσθηση ότι μπορείς να καταλάβεις από τι υλικό είναι φτιαγμένοι οι ήρωες : από χαμόγελο και κουράγιο.

Αυτή την εποχή της απέραντης ξηρασίας , χωρίς ήθος και ιδέες στο δημόσιο βίο, κράτα Μανόλη κράτα ακόμη ζωντανή την αίσθηση ότι η πολιτική δεν ξευτελίστηκε τελείως στις αγορές του σύμπαντος.

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

"Αισιοδοξία"

Τώρα όπως έγιναν τα πράγματα οι υπάρχουσες πληγές μας μάτωσαν και το αίμα ρέει.
Ένας λαός πληγωμένος από την απελευθέρωσή του μέχρι και σήμερα.
Πληγές από κατοχή, δικτατορίες και δημοκρατίες.
Η κατοχή έφερε το διχασμό ,τα ξερονήσια, τον ξεριζωμό, την εγκατάλειψη,τον πόνο ,τα αδέλφια μοιράστηκαν σε στρατόπεδα.
Η απελευθέρωση τον ξεριζωμό με τα μεταναστευτικά καραβάνια στην Ευρώπη , την Αμερική , την Αυστραλία.
Και πριν προλάβεις να πάρεις μια ανάσα να οι νέες δικτατορίες για να στείλουν ότι πολύτιμο έμψυχο υλικό υπήρχε στο τόπο σε ένα νέο ξεριζωμό.
Μας έστειλαν και τη δημοκρατία , για να τακτοποιήσουν λογαριασμούς που ξεκίναγαν για το μέλλον μας .
Τα τιμολόγια που κόπηκαν τα τελευταία 35 χρόνια ήταν επί πιστώσει και οι λογαριασμοί άρχισαν να φτάνουν.
Αγοράσαμε όλα τα μοντέλα των τηλεοράσεων για να κάνουμε έγχρωμη την εικόνα μας και ασπρόμαυρη τη ζωή μας.
Ψωνίσαμε ηγέτες , ήρωες που μπήκαν μπροστάρηδες στις ανάγκες μας.
Μας έμαθαν να κοιτάμε το εγώ και όχι το εμείς .
Γεμίσαμε τα ράφια μας με τα CD των εφημερίδων και δεν κάναμε ούτε για αυτά το λογαριασμό μας, πως για να τα δούμε θέλουμε τρείς και τέσσερις ζωές χωρίς να κάνουμε τίποτα άλλο.
Εθίσαμε τα παιδιά μας σ’ ένα ψεύτικο καταναλωτισμό .
Αγοράσαμε με δανεικά τα επώνυμα ρούχα μας που τώρα ξέφτισαν και ξεβράκωτοι σκάβουμε το λάκο μας.
Φάγαμε τα σουβλάκια μας , μιλήσαμε για νταβατζήδες , φυλακίσαμε τους λωποδύτες και ακούσαμε τη μάνα μας να μας ρωτά πόσα βγάζεις πουλώντας τη συνείδησή σου.
Κάψαμε τη ψυχή μας , κάψαμε το τόπο μας , πνίξαμε τα όνειρά μας , ενώ τα σάλια των κομματόσκυλων τρέχαν για να απαλλοτριώσουν τις αναμνήσεις μας και μείς μαζεύαμε αποδείξεις για μια πατρίδα που δεν υπάρχει.
 Βλέπω μια αγέλη πλήθους ν' αναζητά να του πετάξουν το οποιοδήποτε σκουπίδι για να κορέσει τον αυνανισμό του.
 Βλέπω νέους ανθρώπους να ξεκινούν ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα αναζητώντας νέους τόπους για ν’ ανοίξουν τα φτερά τους.
 Βλέπω νέες μανάδες να κοιτούν τα μικρά τους με απόγνωση για αυτό που ονομάζεται μέλλον.
 Βλέπω την Ευρώπη να είναι αισιόδοξη για το μέλλον του τόπου μου.
 Βλέπω πολιτικούς να αισιοδοξούν και αυτοί ότι όλα θα πάνε τώρα καλά.
Να αισιοδοξείτε μόνοι σας, υποθέτοντας ότι δεν φτάσατε σε μαύρο αδιέξοδο την άβυσσο του νου μου.
Επιτέλους το τελευταίο σκαλοπάτι του τάφου μου αφήστε με ήσυχο να το περπατήσω με όση αξιοπρέπεια μου έμεινε.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

"Οίκος ενοχής"

Μέσα Φλεβάρη και ο χειμώνας κάνει τα τελευταία του παιγνίδια. Το αύριο έρχεται σύντομα, η λευτεριά στη σκέψη αργεί…
Δεν αντέχω άλλο να αναπνέω τις ανάσες της πόλης, μιας ανάπηρης πόλης , μιας ανήμπορης χώρας με σιωπές που γίνονται κραυγές απόγνωσης , με φωνές που κραυγάζουν ζητώντας τάχα διέξοδο στην αβάσταχτη οχλαγωγία του τόπου.
Το πήρα απόφαση . Θα απαλλοτριώσω εκείνο το οικοδομικό τετράγωνο στο Κεραμικό, θα με βοηθήσει και ο φίλος μου ο Σπύρος. Εκείνα τα χαμηλά παλιά σπίτια και θα τα γεμίσω με τις μορφές που καθημερινά μας πληγώνουν.
Ψάχνω από πού να αρχίσω. Πόσοι και ποιοι είναι οι ένοχοι για να γεμίσουν το χώρο; Πόσες φορές νιώσατε ένοχοι για κάτι που κάνατε ή για κάτι που θα έπρεπε να κάνετε και δεν το κάνατε; Αν καμία, δεν έχετε θέση στο τετράγωνο.
Όμως θα βάλω μέσα τη μάνα, τη μάνα που ξευτέλισε το μικρό παιδί της στη μέση του δρόμου γιατί δεν είχε το κουράγιο να το ακούσει, να το καθοδηγήσει, να το ηρεμήσει.
Το δάσκαλο που πήρε το παιδί με δέκα γιατί και του τα εκμηδένισε , οπότε έπαψε να ρωτά, αυτόν που πήγε τα παιδιά πολιτιστική επίσκεψη στο Mall, αυτόν που είναι χωμένος με τα μπούνια στο παιγνίδι της αλλοτρίωσης που επιβάλλεται στη χώρα και τα παιδιά της.
Μέσα, όσοι στο όνομα της ανάπτυξης και της δήθεν προόδου μετέτρεψαν το κουρείο της Σίφνου σε κομμωτήριο πολυτελείας και το καφενείο της Αμοργού σε μπαράκι.
Ο γιατρός , ο γιατρός που ενώ ετοίμασε τον ασθενή για το χειρουργείο δεν έκανε την δουλειά του αφού δεν εμφανίστηκε ο συγγενής για να ταχτοποιήσει την υπόθεση.
Μέσα και η διευθύντρια που έστειλε τη μαθήτρια σε άλλο σχολείο γιατί λέει έκανε σελίδα που την απειλούσε.Εγώ πάλι λέω πως έφταιγε η διευθύντρια γιατί δεν είχε την δύναμη ,την αντοχή, το κουράγιο, τη γνώση να κάμει τη μαθήτρια να την αγαπήσει. Μη μου μιλάτε για παιδιά εκ των προτέρων σας λέγω έχουν πάντα δίκιο.
Δεν έχει τέλος η λίστα για τον οίκο ενοχής. Μέσα όμως και η σκέψη εκείνων που μέτρησαν τη ζωή με το να έχουν περισσότερα από το διπλανό τους και έκαναν την ζωή του τους δέκα φορές πιο πλούσια τα τελευταία χρόνια και χίλιες φορές πιο δυστυχισμένη.
Η επιλογή του τόπου του τετραγώνου δεν είναι τυχαία.
Θέλω να βγαίνουν από τα μπουρδέλα οι παλιές και οι νέες πουτάνες, να βλέπουν όλους αυτούς και να φτύνουν. Όχι πάνω τους όχι… Το σάλιο τους δεν θα πηγαίνει πάνω τους γιατί έτσι θα αποκτήσουν αξία.

Οι πουτάνες να φτύνουν το κόρφο τους από την ντροπή τους για όλους αυτούς και όλα αυτά που υπάρχουν γύρω τους……

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

"Ο δεσμός που ενώνει"



Ταξίδευα παλιότερα συχνά.Αναζητούσα ήχους,εικόνες,πρόσωπα,καταστάσεις,διαφορετική ζωή.
Πολλοί άνθρωποι με εντυπωσίασαν,αλλοι με παραξένεψαν,άλλοι με άφησαν αδιάφορο. Γνώρισα άνδρες που αναζητούσαν την οπτική πορνογραφία τους και γυναίκες που επεδίωκαν να τονώσουν την αυτοαξία τους προσέχοντας την εμφάνισή τους διαφημίζοντας τα προτερήματά τους όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ερωτευμένες γυναίκες που όταν κοίταζαν τον αγαπημένο τους έβλεπαν το μελλοντικό σύντροφο και κουβαλητή ενώ οι ανδρες βουτούσαν κατευθείαν στη κατώτερη οδό.Οι άνδρες έψαχναν για αντικείμενα του σεξ και οι γυναίκες για την ευτυχία τους.

Είδα μακρόχρονη οικειότητα που αποδυνάμωνε τον πόθο συνήθως μόλις ο σύντροφος γινόταν "σίγουρος". Είδα εντάσεις στην αρένα του πάθους που το παιγνίδι το δημιουργούσε η φύση λόγω διαφορετικών τάσεων για κάθε μόριο αγάπης. Είδα αταίριαστα δίκτυα να τροφοδοτούν το καθένα τις δικές του ανάγκες και την αγάπη να παραπαίει.

Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ την εικόνα των δύο γυναικών αδελφών σε προχωρημένη ηλικία και οι δυό τους να ζούν μαζί. Οχι δεν είχαν αίσθηση μοναξιάς, δεν τσακώνονταν ποτέ, δεν είχαν έλλειψη στενών φιλικών επαφών,είχαν μια έμφυτη τάση για παροχή φροντίδας η μία προς την άλλη.Κοινωνική απόρριψη δεν υπήρχε. Αντίθετα ήταν αποδεκτές από όλη την μικρή κοινότητα. Δεν άφηναν κακές αναμνήσεις να εισβάλλουν απρόσκλητα στο μυαλό τους επειδή μόνο και μόνο η θύμησή τους θα πυροδοτούσε αρνητικές βιολογικές αλλαγές μέσα τους.Ο ομοιοπολικός μή πολωμένος δεσμός τους ήταν το κύριο ενδιαφέρον μου.Δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί ανάμεσα σε αδέλφια άνδρες που τις ποιό πολλές φορές όταν έρχονται στη δημοσιότητα ο λόγος θα είναι οι κληρονομικές διαφορές.

Αρκετό χρόνο αργότερα έμαθα.Πέθανε πρώτα η μικρή στα 91 χρόνια της.Η μεγάλη αδελφή δεν το ανακοίνωσε σε κανέναν. Έκλαψε την μικρή αλελφή της μέχρι θανάτου έως ότου έφυγε και εκείνη στα 93χρόνια της.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

¨Μα πώς πεθαίνετε έτσι;¨

Κορούλες μου για σας. Είμαι ο Αριστος ο πατέρας σας . Ναι εγώ που έφυγα από κοντά σας στις 14 Σεπτέμβρη του 1970. Σε ευχαριστώ Παναγιώτα μου που έμεινες ως την τελευταία στιγμή μου δίπλα μου. Αλλά και σένα Ελπίδα μου που ετοίμαζες τα φιλέματα εκείνη την ώρα στους ακάλεστους φίλους μου που είχαν έλθει τις τελευταίες στιγμές μου για να με αποχαιρετήσουν . Μπράβο σας υπέροχο τραπέζι τους στρώσατε.

Όλοι σας ήσασταν υπέροχοι αλλά και εγώ ωραία δεν έφυγα;
Εκείνη τη μέρα είχα πάρει την απόφασή μου. Ήθελα να φύγω πια. Είχα περάσει τα εκατό . Ναι δεν είχα δυνάμεις για να ανέβω στο άλογο γι αυτό φώναξα το πρωί το Νίκο της Μαριγώς να με σπρώξει και να ανέβω στον Νταή μου, έτσι ανέβηκα όπως μάθατε αργότερα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα στο περιβόλι, στο κορδελά και στα άλλα χωράφια μας. Ήθελα να κάνω και δουλειές, αλλά δεν ήταν εκεί γύρω κανείς και φοβόμουν ότι δε θα μπορέσω να ξανανέβω στο άλογο ,αυτός ήταν και ο λόγος που δεν κατέβηκα.

Όταν γύρισα στο σπίτι μας , το θυμάμαι τάισα τον Νταή μου και ανέβηκα σιγά–σιγά απάνω. Πάντα με περίμενε υπομονετικά η μάνα σας. Έφαγα λίγο , ήπια και μια κούπα κρασί ,από αυτό που ήπιατε σχεδόν όλο την ημέρα της κηδείας μου, και ξάπλωσα περιμένοντας.
Θα ήταν αυτή η τελευταία νύχτα μου. Πώς να σας το πω Παναγιώτα και Ελπίδα μου δεν ήθελα άλλο, ήμουν αποφασισμένος . Θα έφευγα..

Στα 40 χρόνια που πέρασαν από τότε αλλάξατε γύρω σας τα πάντα ,τους κήπους, τα λουλούδια, το νερό, τον αέρα που αναπνέετε , αλλάξατε αλλάξατε, αλλάξατε …αλήθεια ψάχνω να βρω τι δεν αλλάξατε αλλά κυρίως σακατέψατε τη σκέψη σας.
Εκείνος ο Γιώργος ο μικρότερος γιός μου που έφυγε πρώτος, δίπλα σε κείνη τη Βουλγάρα ξεψύχησε. Ο αφιλότιμος τάκανε πάνω του ενώ τον τάιζε με καλαμάκι, ακόμα και να φάει είχε ξεχάσει. Τον κουβαλούσατε στα νοσοκομεία κάθε τόσο για να κάνουν πάνω του πειράματα.

Ο Μάριος μου έφυγε και αυτός με κείνους τους φρικτούς πόνους του καρκίνου σας , τρομάρα σας όλους θα σας θερίσει. Αλλά και αυτόν δεν τον αφήσατε να πεθάνει ήσυχος, ανοίγατε και κλείνατε το κορμί του λες και ήταν το φερμουάρ του παντελονιού σας… Ρουμάνα ήταν καλέ εκείνη που του έκλυσε τα μάτια.
 Έτσι μείνατε εσύ Παναγιώτα μου, Ελπίδα μου και ο Άντώνης. Για τον Άντώνη δε λέω κουβέντα γιατί μιλώ συχνά τις νύχτες μαζί του. Του δίνω οδηγίες μπας και καταφέρει να φύγει αυτός με αξιοπρέπεια.

Βλέπω παιδιά μου να βασανίζεστε. Αλλά όπως τη κάνατε τελικά τη ζωή σας ούτε να πεθάνετε ήσυχοι δεν μπορείτε……..

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

¨Μάθημα τελευταίο¨




Στα δώδεκα παράτησες το σχολειό. Έπρεπε να εκπαιδευτείς για σκοπούς άλλους. Αυτό ήταν το σύνηθες στους συνομηλίκους του χωριού σου.  Σκαρφάλωνες τους κακοτράχαλους δρόμους για να φτάσεις ψηλά. Τα όνειρα των νέων της εποχής σου περιορίζονταν σε ένα και μοναδικό , το εύκολο κέρδος.
   Είδες το πατέρα σου να μετρά με τους «υπεύθυνους» τα πρόβατα για την επιδότηση στη πλαγιά του βουνού και στο τέλος να λέει έχω άλλα χίλια από την άλλη πλευρά .
    Όταν ο «υπεύθυνος» είχε φτάσει  συναντά τα χίλια, (εσύ τα γνώριζες), που ο θείος σου είχε φέρει από την άλλη πλευρά του λόφου με μια απίστευτη ταχύτητα για την οποία έπρεπε να εκπαιδευτείς.
    Έτσι έβλεπες να ρέουν οι επιδοτήσεις και συ να εκπαιδεύεσαι για να κατακτήσεις τις επόμενες πλαγιές του τόπου σου…
     Οι καιροί αλλάζουν πολύ σύντομα . Ήθελες περισσότερο κέρδος και το βρήκες στα τουριστικομάγαζα  της περιοχής σου με τη φούντα που πούλαγες  διαφημίζοντάς την σαν το καλύτερο «πράμα». Τα πρόβατα τα βλέπουν πλέον οι Αλβανοί και σύ βλέπεις τις άλλες πλευρές τις ζωής σου…
     Τις νύχτες αράζεις στο καναπέ του σκυλάδικου της περιοχής σου με τις πουτάνες  του πολιτισμού σου να σε ποτίζουν ουίσκια ενώ οι ίδιες να κατεβάζουν τα ατέλειωτα τσάγια που τις κερνάς με απλοχεριά.
     Έφτασες στα είκοσι και είπες να περάσεις έξω από το σχολειό που εγκατέλειψες για να την προλάβεις μη σου την πάρει άλλος. Την παντρεύεσαι αλλά για να βγει έξω από το σπίτι ούτε κουβέντα . Εσύ είσαι ο άρχοντας .Οι αρχόντισσες στο τόπο σου είναι μελαγχολικές ….Έτσι σε δίδαξαν έτσι συνεχίζεις….
  Δεν πας εσύ σε μπλόκα γιατί έτσι ή αλλιώς εσύ μπλοκάρεις τον οποιοδήποτε στο δρόμο σου.. Δεν διεκδικείς τίποτε γιατί ξέρεις τρόπους να παίρνεις ο,τι θες .
    Αυτό το κράτος σου πρόσφερε με απλοχεριά επιδοτήσεις αλλά δε σου ξόφλησε τους λογαριασμούς των ονείρων στα δώδεκα .
   Η δύναμη που ένοιωθες  σ έκανε να θες να περάσεις με το δυναμικό 4χ4 (το τρίτο που αλλάζεις) στα 35 σου το χείμαρρο του χωριού σου στη τελευταία καταιγίδα ,βλέπεις το κράτος σου φρόντισε για σκυλάδικα όχι για γιοφύρια. Μαζί σου είχες και το δωδεκάχρονο ανιψιό σου.
   ¨Θείε καλύτερα να πάμε από την άλλη μεριά , είναι πολύ το νερό και θα πνιγούμε¨  Αλλοίμονο να ακούσεις ένα παιδαρέλι.
    Σε βρήκαν τρείς μέρες αργότερα στις καλαμιές φυτεμένο το μισό μέσα στη λάσπη με τα πόδια ψηλά.
   Ο ανιψιός είπε: ¨Εγώ λέω να ξαναπάω στο σχολειό του χρόνου¨ Λες να δίδαξες κάτι…

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

“Η κληρονομιά”

Είσαι περήφανος. Έχεις τα πάντα . Δουλειές-σπίτια-οικόπεδα-αυτοκίνητα-υγεία-μετοχές-ομόλογα και γυναίκα και παιδί. Στο περίγυρό σου τα επιδεικνύεις όλα με εγωκεντρισμό . Ψάχνω τους φίλους σου .
Άνθρωπε σε φοβάμαι.
Στους συναδέλφους σου δε μιλάς, τους κοιτάς περίεργα, είναι αυτό που λένε τους σνομπάρεις, ιδίως αυτούς που έχουν δάνεια, διότι εσύ δεν χρειάστηκες από δαύτα, άρα είσαι το κάτι άλλο δεν τους μοιάζεις.
Σε συναντώ στο περίπτερο για εφημερίδα μια Κυριακή πρωί.
Μου λες: «Η μάνα μου έπαθε εγκεφαλικό, είναι στο νοσοκομείο»
«Πότε φεύγεις;» σε ρωτώ.
«Δε θα πάω, περιμένω μήπως πεθάνει για να μη πηγαίνω δύο φορές»
Άνθρωπε με τρομάζεις.
Η κόρη σου περνά στο επαρχιακό πανεπιστήμιο. «Θα τη φέρω στην Αθήνα» λες
«Οι μάγκες παίρνουν μεταγραφή» Άνθρωπε με προβληματίζεις.
Πουλάς το σπιτάκι της μάνας, που ευτυχώς την έθαψες με τη μία, δεν χρειάστηκε να πάς δύο φορές, και αγοράζεις νέα οικόπεδα, που τα γράφεις στο παιδί, ένα το έχεις, όλα είναι κληρονομιά του.
Σε ξέρω εξ ανάγκης, δεκαπέντε χρόνια τώρα αλλά εξακολουθώ να μη σε γνωρίζω, όμως αντιλαμβάνομαι, κρύβεις ,κρύβεσαι. Ντροπή; Ενοχή; Δεν ξέρω….
Η ντροπή και η ενοχή λειτουργούν κατά κανόνα ταυτόχρονα για να περιορίζουν τις ανήθικες πράξεις.
Όσο η πυκνότητα των ανθρώπων στο πλανήτη αυξάνεται, τόσο σκουντιόμαστε όλο και περισσότερο αλλά αλαργεύουμε και δε συναπαντιόμαστε.
Να όμως που συναπαντηθήκαμε σε κείνη τη μικρή επαρχιακή πόλη, όταν ο δήμαρχος του τόπου μου σύστησε δύο νέες κοπέλες συνεργάτιδες στο δήμο. Οι κουβέντες , ο κόσμος, οι άνθρωποι, οι αισθήσεις….γνώρισα τις δίδυμες κόρες σου από τον προηγούμενο γάμο σου.
Αφού ξεπεράστηκε το πρώτο «σοκ» και αποφεύγοντας ανούσιες κουβέντες …κατάλαβα. Η απόλυτη εγκατάλειψη. Άνθρωπε σε λυπάμαι.
«Δε νοιώθουμε τίποτα» ούτε μίσος, ούτε λύπη, ούτε συμπόνια….το απόλυτο τίποτα.
«Ξέρετε από το επίθετο απαλλαχτήκαμε αλλά να…….. φοβόμαστε»
«Φοβόμαστε μήπως έχουμε κληρονομήσει κάτι από το DNA εκείνου»
Ποτέ τη λέξη πατέρας. Άνθρωπε σε γνώρισα… σε γνώρισα καλά.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

"Σαν όνειρο"


Το ταξίδι που ονειρευόσουν δεν ήρθε ακόμα. Τον καρτερείς αλλά σου κάνει παιγνίδια. Στο μπαούλο σου έχεις φιλαγμένα τα νεκρόρουχά σου,βάρος μη γίνεις κανενός ,ούτε της Γης έτσι λιπόσαρκος που κατάντησες . Ο έρωτας και χάροντας ίδια σπαθιά κρατούνε.
Ρωτάς αν σου ετοίμασαν το άλογο γιατί θες να πάς στη δουλειά σου.
Αν και τα έχεις τετρακόσια τώρα στα 90 χρόνια σου, τους κάνεις πλάκες όπως τόσα χρόνια τώρα.
Θεωρείς ότι μέρα που δεν γέλασες είναι μια χαμένη μέρα.
Όσα και όσοι έπρεπε να απαξιωθούν, απαξιώθηκαν, τέλος.
Αλλοτριωμένοι επαγγελματίες της πολιτικής, της τέχνης ,της δημοσιογραφίας και οι αυλικοί τους. Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία.
Φοβάσαι ότι οι ψυχοθεραπευτές θα γίνουν τα νέα golden boys της κοινωνίας που αργά-αργά κατασκευάζεται.
Οι διανοούμενοι συνεχίζουν να χαϊδεύουν τις πληγές του νεοέλληνα.
Επικριτές της χυδαιότητας της εποχής μας είναι σχεδόν όλοι αυτοί που την δημιούργησαν. Σε αρρωσταίνουν ανίκανοι και τιποτένιοι.
Αλλά πες μου πώς μέσα σ όλα αυτά. Πού βρίσκεις τη δύναμη να του τραγουδάς;
«Χάρε μη με αναζητάς στα πέρατα του κόσμου
σα γίνω εκατό χρονών, θα έλθω μοναχός μου.»

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

"Στη Μαρία"


Με κοίταζες στα μάτια ζητώντας ελπίδα,δίπλα στα σπασμένα θρανία,τις κομματιασμένες καρέκλες ,το διαρρηγμένο κυλικείο της κατάληψης ‘των άλλων’.
Τα τεράστια μάτια σου σαν να ήθελαν να διαβάσουν άπληστα τον κόσμο γύρω σου.
Τα χέρια σου να σκίζουν τον αέρα μ’ αυτήν την απίθανη αίσθηση του σχήματος και της αρμονίας προς τον χώρο.
Έχεις την ιδιότητα περισσότερο από κάθε τι άλλο να ζητάς κινητήρια οράματα,άφθαρτες λέξεις.
Γιατί ,πώς,ποιός,πότε!
Γεννήθηκες από φτωχούς γονείς,που δούλευαν και οι δυό τους για να μεγαλώσουν εσένα και τη μικρότερη αδελφή σου,εργάτες άρχοντες της αξιοπρέπειάς τους.
Ονειρευόσουν να δεις τη νέα γενιά να κατακτά τον κόσμο.
Πάλευες μόνη σου με τα μαθήματά σου για την γνώση ,για τις αξίες, αντιλαμβανόμενη απόλυτα, ότι είναι το μόνο πράγμα που σου ανήκει.
Όταν έφτασε η ώρα που οι άλλοι άρχιζαν τα φροντιστήρια για να πάνε από τη B Λυκείου στην Γ Πέρυσι το καλοκαίρι κατάλαβες ότι για σένα η ώρα αυτή δεν έφτασε
Ήξερες πώς αν έφευγαν τα 400-500 ευρώ θα έλειπαν πράγματα από το σπίτι.
Πατέρα, είπες,θα προσπαθήσω μόνη μου,με τους δασκάλους μου στο σχολειό και θα τα καταφέρω!
Τόλεγες και το πίστευες!
Θα τα καταφέρω πατέρα!
Δεν είναι δυνατόν να μου στερήσετε τ’ όνειρο σε άκουσα να φωνάζεις στη συνεύλευσή σας.Εγώ δεν πάω φροντιστήριο.
Σ’ έβλεπα λιτή σαν αρχαίο επίγραμμα. Σεπτή σαν βυζαντινό ξωκλήσι.
Είσαι μειοψηφία,Μαρία .Αποτελείς εξαίρεση Μαρία.Πρέπει να επιβιώσουν όλοι.
Ο άνεργος είναι στοιχείο επαναστατικό νοιώσε το.
Ονειρεύεσαι τους ανθρώπους που θα δούλευαν μαζί σου ,συνεργάτες φίλους, συντρόφους, κοινωνούς στις χαρές και τις λύπες σου,τις αγωνίες και τα ξενύχτια σου.
Η ιστορία της κοινωνικής σου τάξης έχει γραφεί με αίμα.
Τώρα νάσε ,κοιτάς τους βαμμένους με κόκκινα και μαύρα χρώματα τοίχους του μέχρι χθές πεντακάθαρου σχολειού σου και αναζητάς τους τιμητές των ονείρων στα δεκάξι σου.
Εγώ στα πενήντα βλέπω τα μεγάλα μνημεία των ηρώων της επανάστασης.
Πολιτισμός λες είναι το αντίθετο της βαρβαρότητας.
Προσπαθούν να σε πείσουν ,το κόμμα ,τα κόμματα, τα συντoνιστικά, τα ιδιωτικά και ολοι, ζητούν τα κομμάτια σου και αύριο την ψήφο σου.
Αγωνίζομαι για σένα Μαρία.
Εσύ …κοιτάς τον κόσμο δίπλα σου, τους συμμαθητές σου , που επιμένουν να σε βοηθήσουν, τους γονείς των, που δείχνουν λύπηση σε σένα, τα δικά τους παιδιά πάνε φροντιστήριο.
Κοιτάς εμένα ζητώντας ελπίδα , πολιτισμός σου λέω είναι αξιοπρέπεια, παιδεία, σεβασμός, ανθρώπινες σχέσεις.
Η παιδαγωγική μας παρέμβαση Μαρία, αδυνατεί να εξουδετερώσει τις κοινωνικοπολιτικές παρεμβάσεις στην επανάσταση των ΄΄αλυσίδων’’ και των ‘’λουκέτων΄’.
Πολλά τα συμφέροντα καλή μου.
Μιλάς μαζί μου και έχεις ‘τράκ’ , είναι ένα μικρό δείγμα του μεγαλείου σου.
Μια γνησιότητα που ακόμα και στη σκουριασμένη διοίκηση του τόπου μας καταφέρνει να δώσει μια δροσερή αναστάτωση.
Η υπουργός δεν αναμιγνύεται στις καταλήψεις, άκουσες το πρωί.
Το ξέρω καλά Μαρία μένεις άγρυπνη γιατί εσένα δε θα σε κοιμήσουν ποτέ.
Μαρία ,μη πάψεις να ελπίζεις. Μου δίνεις ζωή ,Μαρία.

"Το άριστα"


Το άριστα είναι ένας μύθος που συντηρείται στο σχολείο του σήμερα. Δεν έχει κανένα νόημα να μετρούμε το δείκτη ευφυΐας με μια βαθμολογία ,μια και η ευφυΐα δεν υφίσταται από μόνη της. Είναι ένα πλήθος μορφών το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ευτελίζεται στα σχολεία μας, στα κέντρα ψυχολογικής διάγνωσης και στην κρίση των ανθρώπων.
Το σχολείο αποκλείει την γνώση έξω από το εγκεκριμένο πρόγραμμα. Οι δάσκαλοι- καθηγητές υπακούουν στο πρότυπο μιας ευφυΐας που έχουν κατά νου και μετρούν την σχολική απόδοση στην βάση της γενικότητας και της μετριότητας.
Μια ευφυΐα χωρίς καμία ιδιαίτερη κλίση για τίποτα, απλώνεται και ανοίγεται προς τα πάντα διότι τίποτα δεν την ελκύει.
Για τα σχολεία μιλάμε όταν κάνουν αποχή ή κατάληψη, άντε και όταν βλέπουμε τους βαθμούς στις πανελλήνιες εξετάσεις ή όταν συμβαίνουν φαινόμενα βίας.Κατά τα άλλα βαθιά σιωπή βασιλεύει στα σχολεία, χώροι συνωστισμού των νέων, όπου καθημερινά χορηγούνται γενναίες δόσεις αποθάρρυνσης ή ακόμη κίνητρα για αυτοκτονία. Όταν συμβεί,όλοι εκπλήσσονται και αναρωτιούνται.
Και έτσι μερικοί νέοι χάνονται πριν αρχίσουν να ζουν.

"Η πρόσκληση"

‘Όταν θέλεις να καταφέρεις κάτι, έχε τα μάτια σου ανοιχτά, συγκεντρώσου, και να ξέρεις ακριβώς τι θέλεις. Κανείς δεν πετυχαίνει το στόχο του με κλειστά τα μάτια’
‘Να περπατάτε χαρούμενα και σταθερά, χωρίς φόβο να σκοντάψετε. Οι σύμμαχοί σας, σάς συντροφεύουν σε όλες τις κινήσεις και θα σας βοηθήσουν αν χρειαστεί’
Τη στιγμή που οι άνθρωποι αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα, αντιλαμβάνονται ότι είναι πολύ πιο ικανοί απ’ όσο πίστευαν’
‘Κανείς δεν περνά τις δοκιμασίες μόνος του. Πάντα υπάρχει και κάποιος άλλος που σκέφτεται, χαίρεται ή υποφέρει το ίδιο, κι αυτό μας δίνει τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε καλύτερα την πρόκληση που έχουμε μπροστά μας.’
‘Μερικές φορές, στην εμμονή μας να φτάσουμε, ξεχνάμε το πιο σημαντικό. Πρέπει να περπατήσουμε.’
‘Μόνο ένα πράγμα καταντά απραγματοποίητο ένα όνειρο: ο φόβος της αποτυχίας’
‘Φοβάμαι. Αυτό είναι απόδειξη ότι αγαπάς τη ζωή .Είναι φυσικό να νοιώθεις φόβο τις σωστές στιγμές.’
‘Ο καθένας έχει τον τρόπο του να βλέπει τη ζωή, να ζει τις δυσκολίες και τις κατακτήσεις. Το να διδάσκεις είναι να δείχνεις αυτό που είναι δυνατό. Το να μαθαίνεις είναι να το κάνεις δυνατό για τον εαυτό σου.’
‘Όταν κάποιος δεν μπορεί να κάνει πίσω , το μόνο που απομένει είναι να βρει τον καλύτερο τρόπο να προχωρήσει.’
Ο μόνος τρόπος για να πάρεις τη σωστή απόφαση είναι να ξέρεις ποια είναι η λανθασμένη.’